- τζιριτζάντζουλα
- και τσιριτσάντζουλα, η, Ν1. περιστροφή, ελιγμός2. στον πληθ. οι τζιριντζάντζουλεςκαμώματα, νάζια, κόλπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gironzolare «γυρίζω, περιστρέφομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζιριτζάντζουλα — η (λ. ιταλ.) 1. περιστροφή, ελιγμός. 2. πληθ. τζιριτζάντζουλες, οι, καμώματα, κόλπα, νάζια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιριτζάντζουλα — η, Ν βλ. τζιριτζάντζουλα … Dictionary of Greek